τετράμηνος

τετράμηνος
τετρᾰ-μηνος, ον, ([etym.] μήν)
A of four months, lasting four months,

σπονδαί Th.5.63

; τετράμηνοι ὀχεύουσι at four months old, Arist.HA545b1; τετράμηνον for a space of four months, ib.573a13, cf. PCair.Zen.291,498 (iii B.C.), etc.; ἡ πρώτη τ. SIG410.4 (Erythrae, iii B.C.); so

τετράμηνα Hp.Aph.4.1

: [dialect] Boeot. πετράμεινος (q.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετράμηνος — of four months masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • τετράμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τέσσερις μήνες: Τετράμηνη άδεια. 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών: Τετράμηνο βρέφος. 3. το ουδ. ως ουσ., τετράμηνο τετραμηνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράμηνον — τετράμηνος of four months masc/fem acc sg τετράμηνος of four months neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμήνοις — τετράμηνος of four months masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμήνου — τετράμηνος of four months masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμήνους — τετράμηνος of four months masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμήνῳ — τετράμηνος of four months masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράμηνα — τετράμηνος of four months neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράμηνοι — τετράμηνος of four months masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”